τηλεφωνία — η, Ν τηλεπ. 1. βασικό σύστημα τηλεπικοινωνίας κατά την οποία γίνεται μετάδοση πληροφοριών υπό μορφή προφορικού λόγου 2. το σύνολο τών τηλεφωνικών εγκαταστάσεων μιας περιοχής 3. φρ. α) «ασύρματη τηλεφωνία» σύστημα τηλεφωνίας χωρίς τη χρήση… … Dictionary of Greek
τηλέφωνο — Το σύνολο των συσκευών και διατάξεων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση μιας τηλεπικοινωνίας, κατά την οποία μεταβιβάζεται η ομιλία. Ένα τηλεφωνικό σύστημα αποτελείται βασικά από ένα μικρόφωνο, από ένα μέσο σύνδεσης, από ένα ακουστικό και από … Dictionary of Greek
τηλεπικοινωνίες — Κάθε μέθοδος κατάλληλη να μεταδώσει πληροφορίες μακρύτερα από εκεί που φτάνει συνήθως η ανθρώπινη φωνή. Από την ευρύτατη αυτή έννοια εξαιρείται η μεταβίβαση γραπτών μηνυμάτων ή άλλων αντικειμένων (ταχυδρομείο) και περιλαμβάνονται μόνο τα οπτικά,… … Dictionary of Greek
ραδιοτηλεφωνία — η, Ν (τηλεπικοιν.) σύστημα ζεύξης δύο τηλεφωνικών συσκευών με τη βοήθεια ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, αλλ. ασύρματη τηλεφωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. radiotelephony (< λατ. radius «ακτίνα» + τηλεφωνία)] … Dictionary of Greek
ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek
Fernsprechen — Die Telefonie (griechisch τηλεφωνία, von τηλε , altgr. Aussprache tele , „fern“, „weit“ und φωνή, altgr. Aussprache phoné, „Stimme“) bezeichnet in erster Linie die Sprachkommunikation über eine technische Vorrichtung (z. B. Telefonnetz). Der… … Deutsch Wikipedia
Telefonie — Die Telefonie (griechisch τηλεφωνία, von τηλε , altgr. Aussprache tele , „fern“, „weit“ und φωνή, altgr. Aussprache phoné, „Stimme“) bezeichnet in erster Linie die Sprachkommunikation über eine technische Vorrichtung (z. B. Telefonnetz). Der … Deutsch Wikipedia
Telefonieren — Die Telefonie (griechisch τηλεφωνία, von τηλε , altgr. Aussprache tele , „fern“, „weit“ und φωνή, altgr. Aussprache phoné, „Stimme“) bezeichnet in erster Linie die Sprachkommunikation über eine technische Vorrichtung (z. B. Telefonnetz). Der… … Deutsch Wikipedia
Telephonie — Die Telefonie (griechisch τηλεφωνία, von τηλε , altgr. Aussprache tele , „fern“, „weit“ und φωνή, altgr. Aussprache phoné, „Stimme“) bezeichnet in erster Linie die Sprachkommunikation über eine technische Vorrichtung (z. B. Telefonnetz). Der… … Deutsch Wikipedia
αναμεταδότης — ο [ἀναμεταδίδω] τεχνολ. ενισχυτής ή άλλη διάταξη που λαμβάνει εξασθενημένα σήματα και εκπέμπει ισχυρότερα αντίστοιχα σήματα με ή χωρίς ταυτόχρονη μεταβολή τού σχήματος τών κυματομορφών. Οι αναμεταδότες μπορεί να είναι μονής ή διπλής κατευθύνσεως… … Dictionary of Greek